ενθάρρυνση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενθάρρυνση οι ενθαρρύνσεις
      γενική της ενθάρρυνσης* των ενθαρρύνσεων
    αιτιατική την ενθάρρυνση τις ενθαρρύνσεις
     κλητική ενθάρρυνση ενθαρρύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενθαρρύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενθάρρυνση < ενθαρρύνω + -ση

Ουσιαστικό

ενθάρρυνση θηλυκό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.