ενζωοτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενζωοτικός | η | ενζωοτική | το | ενζωοτικό |
| γενική | του | ενζωοτικού | της | ενζωοτικής | του | ενζωοτικού |
| αιτιατική | τον | ενζωοτικό | την | ενζωοτική | το | ενζωοτικό |
| κλητική | ενζωοτικέ | ενζωοτική | ενζωοτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενζωοτικοί | οι | ενζωοτικές | τα | ενζωοτικά |
| γενική | των | ενζωοτικών | των | ενζωοτικών | των | ενζωοτικών |
| αιτιατική | τους | ενζωοτικούς | τις | ενζωοτικές | τα | ενζωοτικά |
| κλητική | ενζωοτικοί | ενζωοτικές | ενζωοτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενζωοτικός < ενζωοτ(ία) + -ικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.