ενδοϋαλοειδικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοϋαλοειδικός η ενδοϋαλοειδική το ενδοϋαλοειδικό
      γενική του ενδοϋαλοειδικού της ενδοϋαλοειδικής του ενδοϋαλοειδικού
    αιτιατική τον ενδοϋαλοειδικό την ενδοϋαλοειδική το ενδοϋαλοειδικό
     κλητική ενδοϋαλοειδικέ ενδοϋαλοειδική ενδοϋαλοειδικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοϋαλοειδικοί οι ενδοϋαλοειδικές τα ενδοϋαλοειδικά
      γενική των ενδοϋαλοειδικών των ενδοϋαλοειδικών των ενδοϋαλοειδικών
    αιτιατική τους ενδοϋαλοειδικούς τις ενδοϋαλοειδικές τα ενδοϋαλοειδικά
     κλητική ενδοϋαλοειδικοί ενδοϋαλοειδικές ενδοϋαλοειδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ενδοϋαλοειδικός < ενδο- + υαλοειδής + -ικός

Επίθετο

ενδοϋαλοειδικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.