ενδοκρινολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ενδοκρινολόγος | οι | ενδοκρινολόγοι |
| γενική | του/της | ενδοκρινολόγου | των | ενδοκρινολόγων |
| αιτιατική | τον/την | ενδοκρινολόγο | τους/τις | ενδοκρινολόγους |
| κλητική | ενδοκρινολόγε | ενδοκρινολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενδοκρινολόγος < ενδοκριν(ής) + -ο- + -λόγος ( < λέγω) λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική endocrinologist[1]
Ουσιαστικό
ενδοκρινολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα) γιατρός που ασχολείται με ασθένειες που επηρεάζουν τους ενδοκρινείς αδένες και γνωρίζει πώς να αντιμετωπίζει καταστάσεις που συχνά είναι σύνθετες και περιλαμβάνουν πολλά συστήματα και σχηματισμούς του ανθρώπινου οργανισμού.
- Ο παθολόγος παραπέμπει τους ασθενείς σε ένα ενδοκρινολόγο, όταν υπάρχει πρόβλημα με το ενδοκρινικό σύστημα.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ενδοκρινολόγος
|
Αναφορές
- ενδοκρινολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.