ενδοκρινολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενδοκρινολογία | οι | ενδοκρινολογίες |
| γενική | της | ενδοκρινολογίας | των | ενδοκρινολογιών |
| αιτιατική | την | ενδοκρινολογία | τις | ενδοκρινολογίες |
| κλητική | ενδοκρινολογία | ενδοκρινολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενδοκρινολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική endocrinologie < αρχαία ελληνική ἔνδον + κρίνω + λέγω
Ουσιαστικό
ενδοκρινολογία θηλυκό
- (ιατρική) ιατρικός κλάδος που εξετάζει την παθολογία (ή τη λειτουργία) των ενδοκρινών αδένων
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ενδοκρινολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.