ενδημία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενδημία | οι | ενδημίες |
| γενική | της | ενδημίας | των | ενδημιών |
| αιτιατική | την | ενδημία | τις | ενδημίες |
| κλητική | ενδημία | ενδημίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενδημία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐνδημία (κατοικία σ' έναν τόπο) < ἐνδημῶ
- ιατρικός όρος < (λόγιο δάνειο) γαλλική endémie κατά το epidémie με αρχή τη φράση αρχαία ελληνική ἔνδημον νόσημα [1]
Ουσιαστικό
ενδημία θηλυκό
Συγγενικά
- ενδημικός
- ενδημικότητα
- ενδημοεπιδημία
- ενδημώ
- ενδημών, ενδημούσα, ενδημούν
Μεταφράσεις
ενδημία
|
|
Αναφορές
- ενδημία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.