ενδημία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενδημία οι ενδημίες
      γενική της ενδημίας των ενδημιών
    αιτιατική την ενδημία τις ενδημίες
     κλητική ενδημία ενδημίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενδημία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐνδημία (κατοικία σ' έναν τόπο) < ἐνδημῶ

Ουσιαστικό

ενδημία θηλυκό

  1. διαμονή σε κάποιο τόπο
  2. (ιατρική) ασθένεια (συνήθως λοιμώδης νόσος) που παρουσιάζεται μόνιμα ή συχνά σ’ έναν τόπο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.