ενδελέχεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενδελέχεια οι ενδελέχειες
      γενική της ενδελέχειας των ενδελεχειών
    αιτιατική την ενδελέχεια τις ενδελέχειες
     κλητική ενδελέχεια ενδελέχειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενδελέχεια < αρχαία ελληνική ἐνδελέχεια < ἐνδελεχής < ἐν + δολιχός

Ουσιαστικό

ενδελέχεια θηλυκό

  1. η συνέχεια, η διάρκεια
  2. η συνεχής και αδιάλειπτη φροντίδα ή επιμέλεια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.