ενδελέχεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενδελέχεια | οι | ενδελέχειες |
| γενική | της | ενδελέχειας | των | ενδελεχειών |
| αιτιατική | την | ενδελέχεια | τις | ενδελέχειες |
| κλητική | ενδελέχεια | ενδελέχειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενδελέχεια < αρχαία ελληνική ἐνδελέχεια < ἐνδελεχής < ἐν + δολιχός
Μεταφράσεις
ενδελέχεια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.