δολιχός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δολιχός δολιχή τὸ δολιχόν
      γενική τοῦ δολιχοῦ τῆς δολιχῆς τοῦ δολιχοῦ
      δοτική τῷ δολιχ τῇ δολιχ τῷ δολιχ
    αιτιατική τὸν δολιχόν τὴν δολιχήν τὸ δολιχόν
     κλητική ! δολιχέ δολιχή δολιχόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δολιχοί αἱ δολιχαί τὰ δολιχᾰ́
      γενική τῶν δολιχῶν τῶν δολιχῶν τῶν δολιχῶν
      δοτική τοῖς δολιχοῖς ταῖς δολιχαῖς τοῖς δολιχοῖς
    αιτιατική τοὺς δολιχούς τὰς δολιχᾱ́ς τὰ δολιχᾰ́
     κλητική ! δολιχοί δολιχαί δολιχᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δολιχώ τὼ δολιχᾱ́ τὼ δολιχώ
      γεν-δοτ τοῖν δολιχοῖν τοῖν δολιχαῖν τοῖν δολιχοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δολιχός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dl̥h₁gʰós (μακρύς)

Επίθετο

δολιχός, -ή, -όν

  1. μακρός σε έκταση, επιμήκης
  2. μακρός σε χρόνο, μακροχρόνιος

Συγγενικά

  • δολιχαίων
  • δολιχάορος
  • δολίχαυλος
  • δολιχαύχην
  • δολιχεγχής
  • δολιχεύω
  • δολιχήπους
  • δολιχήρετμος
  • δολιχήρης
  • δολιχογραφία
  • δολιχόδειρος
  • δολιχοδρομέω
  • δολιχοδρόμος
  • δολιχόεις
  • δολιχοκρόταφος
  • δολιχόουρος
  • δολιχόπους
  • δόλιχος
  • δολιχόσκιος
  • δολιχούατος
  • δολιχόφρων
  • δολιχωπά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.