εναρμόνιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εναρμόνιος | η | εναρμόνια | το | εναρμόνιο |
| γενική | του | εναρμόνιου | της | εναρμόνιας | του | εναρμόνιου |
| αιτιατική | τον | εναρμόνιο | την | εναρμόνια | το | εναρμόνιο |
| κλητική | εναρμόνιε | εναρμόνια | εναρμόνιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εναρμόνιοι | οι | εναρμόνιες | τα | εναρμόνια |
| γενική | των | εναρμόνιων | των | εναρμόνιων | των | εναρμόνιων |
| αιτιατική | τους | εναρμόνιους | τις | εναρμόνιες | τα | εναρμόνια |
| κλητική | εναρμόνιοι | εναρμόνιες | εναρμόνια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εναρμόνιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
εναρμόνιος αρσενικό ή θηλυκό
- (μουσική) που ακούγεται με τον ίδιο τρόπο αλλά γράφεται διαφορετικά
Συνώνυμα
- δεν προτιμώνται: εναρμονικός αρσενικό, εναρμονική θηλυκό, εναρμονικό ουδέτερο
- δεν προτιμώνται: ενάρμονος αρσενικό ή θηλυκό, ενάρμονη θηλυκό, ενάρμονο ουδέτερο
Μεταφράσεις
εναρμόνιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.