εναπόθεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εναπόθεμα | τα | εναποθέματα |
| γενική | του | εναποθέματος | των | εναποθεμάτων |
| αιτιατική | το | εναπόθεμα | τα | εναποθέματα |
| κλητική | εναπόθεμα | εναποθέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εναπόθεμα < εναποθέτω + -μα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική dépôt)
Μεταφράσεις
εναπόθεμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.