εμφύσηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εμφύσηση | οι | εμφυσήσεις |
| γενική | της | εμφύσησης* | των | εμφυσήσεων |
| αιτιατική | την | εμφύσηση | τις | εμφυσήσεις |
| κλητική | εμφύσηση | εμφυσήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εμφυσήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εμφύσηση < ελληνιστική κοινή ἐμφύσησις
Ουσιαστικό
εμφύσηση θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.