εμφύσηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμφύσηση οι εμφυσήσεις
      γενική της εμφύσησης* των εμφυσήσεων
    αιτιατική την εμφύσηση τις εμφυσήσεις
     κλητική εμφύσηση εμφυσήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμφυσήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμφύσηση < ελληνιστική κοινή ἐμφύσησις

Ουσιαστικό

εμφύσηση θηλυκό

  1. εγχάραξη στο νου, αποτύπωση, ενστάλαξη, κατήχηση, ορμήνεια
  2. φούσκωμα (με αέρα, όπως πολυμερικού φιλμ, μπαλονιού κ.λπ.)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.