ενστάλαξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενστάλαξη | οι | ενσταλάξεις |
| γενική | της | ενστάλαξης* | των | ενσταλάξεων |
| αιτιατική | την | ενστάλαξη | τις | ενσταλάξεις |
| κλητική | ενστάλαξη | ενσταλάξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ενσταλάξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ενστάλαξη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.