εμπυροσκόπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | εμπυροσκόπος | οι | εμπυροσκόποι |
| γενική | του/της | εμπυροσκόπου | των | εμπυροσκόπων |
| αιτιατική | τον/την | εμπυροσκόπο | τους/τις | εμπυροσκόπους |
| κλητική | εμπυροσκόπε | εμπυροσκόποι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εμπυροσκόπος < μεσαιωνική ελληνική εμπυροσκόπος < αρχαία ελληνική ἔμπυρα + -σκόπος
Μεταφράσεις
εμπυροσκόπος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.