εμπορείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εμπορείο τα εμπορεία
      γενική του εμπορείου των εμπορείων
    αιτιατική το εμπορείο τα εμπορεία
     κλητική εμπορείο εμπορεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμπορείο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐμπορεῖον [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /em.boˈɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμπορείο
παλιότερος συλλαβισμός: εμπορείο
τονικό παρώνυμο: εμπόριο

Ουσιαστικό

εμπορείο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.