εμιγκρές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εμιγκρές οι εμιγκρέδες
      γενική του εμιγκρέ των εμιγκρέδων
    αιτιατική τον εμιγκρέ τους εμιγκρέδες
     κλητική εμιγκρέ εμιγκρέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμιγκρές < (λόγιο δάνειο) γαλλική émigré + για προσαρμογή στην κλίση [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.miˈɡɾes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμιγκρές

Ουσιαστικό

εμιγκρές αρσενικό

  • πολιτικὀς φυγάς, αυτοεξόριστος
      Τον φιλοξένησα δύο μήνες στο Βελιγράδι, τότε που περιπλανιόταν εμιγκρές στην Ευρώπη, τον καιρό των συνταγματαρχών στην πατρίδα του. (Δημοσθένης Κούρτοβικ (2008) Τι ζητούν οι βάρβαροι [μυθιστόρημα])
    άλλες μορφές: εμιγκρέ (άκλιτο)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.