εμιγκρέ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εμιγκές οι εμιγκέδες
      γενική του εμιγκέ των εμιγκέδων
    αιτιατική τον εμιγκέ τους εμιγκέδες
     κλητική εμιγκέ εμιγκέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμιγκρέ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική émigré [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.miˈɡɾe/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμιγκρέ

Ουσιαστικό

εμιγκρέ αρσενικό άκλιτο

  • άκλιτη μορφή του εμιγκρές
    Υφίστατο αδιάπτωτους διωγμούς και κακουχίες στο πατρικό του έδαφος και για αυτό κατέληξε εμιγκρέ στην Ελλάδα, να ηρεμίσει λίγο από τα δεινά.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.