εμιγκρέ
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εμιγκές | οι | εμιγκέδες |
| γενική | του | εμιγκέ | των | εμιγκέδων |
| αιτιατική | τον | εμιγκέ | τους | εμιγκέδες |
| κλητική | εμιγκέ | εμιγκέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εμιγκρέ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική émigré [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.miˈɡɾe/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐μι‐γκρέ
Ουσιαστικό
εμιγκρέ αρσενικό άκλιτο
- άκλιτη μορφή του εμιγκρές
- ↪ Υφίστατο αδιάπτωτους διωγμούς και κακουχίες στο πατρικό του έδαφος και για αυτό κατέληξε εμιγκρέ στην Ελλάδα, να ηρεμίσει λίγο από τα δεινά.
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη εμιγκρές
Μεταφράσεις
εμιγκρέ
|
Αναφορές
- εμιγκρέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.