εμβιομηχανικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμβιομηχανικός η εμβιομηχανική το εμβιομηχανικό
      γενική του εμβιομηχανικού της εμβιομηχανικής του εμβιομηχανικού
    αιτιατική τον εμβιομηχανικό την εμβιομηχανική το εμβιομηχανικό
     κλητική εμβιομηχανικέ εμβιομηχανική εμβιομηχανικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμβιομηχανικοί οι εμβιομηχανικές τα εμβιομηχανικά
      γενική των εμβιομηχανικών των εμβιομηχανικών των εμβιομηχανικών
    αιτιατική τους εμβιομηχανικούς τις εμβιομηχανικές τα εμβιομηχανικά
     κλητική εμβιομηχανικοί εμβιομηχανικές εμβιομηχανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμβιομηχανικός < έμβι(ος) + -ο- + μηχανικός

Προφορά

ΔΦΑ : /eɱ.vi.o.mi.xa.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμβιομηχανικός

Επίθετο

εμβιομηχανικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.