εμβιομηχανική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμβιομηχανική οι εμβιομηχανικές
      γενική της εμβιομηχανικής των εμβιομηχανικών
    αιτιατική την εμβιομηχανική τις εμβιομηχανικές
     κλητική εμβιομηχανική εμβιομηχανικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμβιομηχανική < έμβι(ος) + -ο- + μηχανική

Προφορά

ΔΦΑ : /eɱ.vi.o.mi.xa.niˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμβιομηχανική

Ουσιαστικό

εμβιομηχανική θηλυκό

  • (νεολογισμός, φυσική) επιστημονικός κλάδος μελέτης των βιολογικών λειτουργιών ενός οργανισμού μέσω της φυσικής

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.