ελληνοδιδάσκαλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ελληνοδιδάσκαλος οι ελληνοδιδάσκαλοι
      γενική του ελληνοδιδασκάλου
& ελληνοδιδάσκαλου
των ελληνοδιδασκάλων
    αιτιατική τον ελληνοδιδάσκαλο τους ελληνοδιδασκάλους
     κλητική ελληνοδιδάσκαλε ελληνοδιδάσκαλοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελληνοδιδάσκαλος < ελληνο- (Έλληνας) + διδάσκαλος

Ουσιαστικό

ελληνοδιδάσκαλος αρσενικό (θηλυκό ελληνοδιδασκάλισσα)

  1. (παρωχημένο, εκπαίδευση, επάγγελμα) ο δάσκαλος των (αρχαίων) ελληνικών
  2. (παρωχημένο, εκπαίδευση, επάγγελμα) ο εκπαιδευτικός στο σχολαρχείο ή στο ελληνικό σχολείο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.