ελληνοαμερικάνικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελληνοαμερικάνικος η ελληνοαμερικάνικη το ελληνοαμερικάνικο
      γενική του ελληνοαμερικάνικου της ελληνοαμερικάνικης του ελληνοαμερικάνικου
    αιτιατική τον ελληνοαμερικάνικο την ελληνοαμερικάνικη το ελληνοαμερικάνικο
     κλητική ελληνοαμερικάνικε ελληνοαμερικάνικη ελληνοαμερικάνικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελληνοαμερικάνικοι οι ελληνοαμερικάνικες τα ελληνοαμερικάνικα
      γενική των ελληνοαμερικάνικων των ελληνοαμερικάνικων των ελληνοαμερικάνικων
    αιτιατική τους ελληνοαμερικάνικους τις ελληνοαμερικάνικες τα ελληνοαμερικάνικα
     κλητική ελληνοαμερικάνικοι ελληνοαμερικάνικες ελληνοαμερικάνικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ελληνοαμερικάνικος < Ελληνοαμερικάν(ος) + -ικος

Προφορά

ΔΦΑ : /e.li.no.a.me.ɾiˈka.ni.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ελληνοαμερικάνικος

Επίθετο

ελληνοαμερικάνικος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.