ελκυστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ελκυστής | οι | ελκυστές |
| γενική | του | ελκυστή | των | ελκυστών |
| αιτιατική | τον | ελκυστή | τους | ελκυστές |
| κλητική | ελκυστή | ελκυστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ελκυστής < μεσαιωνική ελληνική ἑλκυστής[1] < αρχαία ελληνική ἑλκύω (3. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική attractor)
Ουσιαστικό
ελκυστής αρσενικό
- (σπάνιο) κάποιος που ελκύει
- (σπάνιο) άλλη μορφή του ελκυστήρας
- (μαθηματικά) ένα σύνολο καταστάσεων προς τις οποίες ένα σύστημα τείνει να εξελιχθεί, για μια μεγάλη ποικιλία συνθηκών εκκίνησης του συστήματος
-
attractor στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
- ελκυστής - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.