ελικοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ελικοφόρος | η | ελικοφόρα | το | ελικοφόρο |
| γενική | του | ελικοφόρου | της | ελικοφόρας | του | ελικοφόρου |
| αιτιατική | τον | ελικοφόρο | την | ελικοφόρα | το | ελικοφόρο |
| κλητική | ελικοφόρε | ελικοφόρα | ελικοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ελικοφόροι | οι | ελικοφόρες | τα | ελικοφόρα |
| γενική | των | ελικοφόρων | των | ελικοφόρων | των | ελικοφόρων |
| αιτιατική | τους | ελικοφόρους | τις | ελικοφόρες | τα | ελικοφόρα |
| κλητική | ελικοφόροι | ελικοφόρες | ελικοφόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ελικοφόρος, -α, -ο, το ουδέτερο φέρεται ως ουσιαστικό για πλοία ή σκάφη
- αυτός που φέρει έλικα
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) αυτός που κινείται με έλικα
- (συνεκδοχικά): μηχανοκίνητο μέσον
Μεταφράσεις
ελικοφόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.