ελαχιστοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελαχιστοποίηση οι ελαχιστοποιήσεις
      γενική της ελαχιστοποίησης* των ελαχιστοποιήσεων
    αιτιατική την ελαχιστοποίηση τις ελαχιστοποιήσεις
     κλητική ελαχιστοποίηση ελαχιστοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ελαχιστοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελαχιστοποίηση < ελάχιστος + -ποίηση

Ουσιαστικό

ελαχιστοποίηση θηλυκό

  1. η πράξη της μείωσης στο ελάχιστο
    Σενάριο για τη διερεύνηση ενός προβλήματος ελαχιστοποίησης του χρόνου μεταφοράς ενός προϊόντος σε γραμμή παραγωγής
    Ημερίδα για πρόληψη & ελαχιστοποίηση κινδύνων από τεχνολογικά ατυχήματα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.