ελαφρυντικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ελαφρυντικό | τα | ελαφρυντικά |
| γενική | του | ελαφρυντικού | των | ελαφρυντικών |
| αιτιατική | το | ελαφρυντικό | τα | ελαφρυντικά |
| κλητική | ελαφρυντικό | ελαφρυντικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ελαφρυντικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ελαφρυντικός
Ουσιαστικό
ελαφρυντικό ουδέτερο
- (νομικός όρος) στοιχείο που μετριάζει την ποινή που επιβάλλεται σε κάποιον, ωθώντας σε επίδειξη επιείκειας
- Κανένα ελαφρυντικό δεν αναγνώρισε ο Άρειος Πάγος σε 32χρονο -απεξαρτημένο πλέον- χρήστη ναρκωτικών, που είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση 4 ετών επειδή πριν από 13 χρόνια έκλεψε ένα λάστιχο και μία ζάντα αυτοκινήτου με την απειλή μαχαιριού. (*)
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ελαφρυντικό
- αιτιατική ενικού του ελαφρυντικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ελαφρυντικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.