ελαφηβολία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελαφηβολία οι ελαφηβολίες
      γενική της ελαφηβολίας των ελαφηβολιών
    αιτιατική την ελαφηβολία τις ελαφηβολίες
     κλητική ελαφηβολία ελαφηβολίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελαφηβολία < ελληνιστική κοινή ἐλαφηβολία < αρχαία ελληνική ἐλαφηβόλος < ἔλαφος + βάλλω

Ουσιαστικό

ελαφηβολία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.