ελαφίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελαφίνα οι ελαφίνες
      γενική της ελαφίνας των ελαφίνων
    αιτιατική την ελαφίνα τις ελαφίνες
     κλητική ελαφίνα ελαφίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελαφίνα < ελάφι + κατάληξη θηλυκού -ίνα

Προφορά

ΔΦΑ : /e.laˈfi.na/

Ουσιαστικό

ελαφίνα θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) το θηλυκό ελάφι
  2. (μεταφορικά) η χαριτωμένη νεαρή γυναίκα
    καταπληκτική κοπέλλα, λυγερή και όμορφη κορμοστασιά, σαν ελαφίνα
  3. (μεταφορικά) η φοβισμένη νεαρή γυναίκα
    πετάχτηκε σαν ελαφίνα μόλις ο βοριάς σφάλισε με πάταγο την πόρτα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.