ελαφίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ελαφίνα | οι | ελαφίνες |
| γενική | της | ελαφίνας | των | ελαφίνων |
| αιτιατική | την | ελαφίνα | τις | ελαφίνες |
| κλητική | ελαφίνα | ελαφίνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ελαφίνα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) το θηλυκό ελάφι
- (μεταφορικά) η χαριτωμένη νεαρή γυναίκα
- καταπληκτική κοπέλλα, λυγερή και όμορφη κορμοστασιά, σαν ελαφίνα
- (μεταφορικά) η φοβισμένη νεαρή γυναίκα
- πετάχτηκε σαν ελαφίνα μόλις ο βοριάς σφάλισε με πάταγο την πόρτα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ελαφίνα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
