ελασματοποιήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ελασματοποιήσιμος | η | ελασματοποιήσιμη | το | ελασματοποιήσιμο |
| γενική | του | ελασματοποιήσιμου | της | ελασματοποιήσιμης | του | ελασματοποιήσιμου |
| αιτιατική | τον | ελασματοποιήσιμο | την | ελασματοποιήσιμη | το | ελασματοποιήσιμο |
| κλητική | ελασματοποιήσιμε | ελασματοποιήσιμη | ελασματοποιήσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ελασματοποιήσιμοι | οι | ελασματοποιήσιμες | τα | ελασματοποιήσιμα |
| γενική | των | ελασματοποιήσιμων | των | ελασματοποιήσιμων | των | ελασματοποιήσιμων |
| αιτιατική | τους | ελασματοποιήσιμους | τις | ελασματοποιήσιμες | τα | ελασματοποιήσιμα |
| κλητική | ελασματοποιήσιμοι | ελασματοποιήσιμες | ελασματοποιήσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ελασματοποιήσιμος < ελασματοποιώ + -ιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.