ελασματοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ελασματοποιώ < έλασμα + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική laminer)
Ρήμα
ελασματοποιώ (παθητική φωνή: ελασματοποιούμαι)
- κατεργάζομαι κομμάτι μετάλλου, ώστε να του δώσω τη μορφή ελάσματος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ελασματοποιώ | ελασματοποιούσα | θα ελασματοποιώ | να ελασματοποιώ | ελασματοποιώντας | |
| β' ενικ. | ελασματοποιείς | ελασματοποιούσες | θα ελασματοποιείς | να ελασματοποιείς | (ελασματοποίει) | |
| γ' ενικ. | ελασματοποιεί | ελασματοποιούσε | θα ελασματοποιεί | να ελασματοποιεί | ||
| α' πληθ. | ελασματοποιούμε | ελασματοποιούσαμε | θα ελασματοποιούμε | να ελασματοποιούμε | ||
| β' πληθ. | ελασματοποιείτε | ελασματοποιούσατε | θα ελασματοποιείτε | να ελασματοποιείτε | ελασματοποιείτε | |
| γ' πληθ. | ελασματοποιούν(ε) | ελασματοποιούσαν(ε) | θα ελασματοποιούν(ε) | να ελασματοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ελασματοποίησα | θα ελασματοποιήσω | να ελασματοποιήσω | ελασματοποιήσει | ||
| β' ενικ. | ελασματοποίησες | θα ελασματοποιήσεις | να ελασματοποιήσεις | ελασματοποίησε | ||
| γ' ενικ. | ελασματοποίησε | θα ελασματοποιήσει | να ελασματοποιήσει | |||
| α' πληθ. | ελασματοποιήσαμε | θα ελασματοποιήσουμε | να ελασματοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | ελασματοποιήσατε | θα ελασματοποιήσετε | να ελασματοποιήσετε | ελασματοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | ελασματοποίησαν ελασματοποιήσαν(ε) |
θα ελασματοποιήσουν(ε) | να ελασματοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ελασματοποιήσει | είχα ελασματοποιήσει | θα έχω ελασματοποιήσει | να έχω ελασματοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ελασματοποιήσει | είχες ελασματοποιήσει | θα έχεις ελασματοποιήσει | να έχεις ελασματοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ελασματοποιήσει | είχε ελασματοποιήσει | θα έχει ελασματοποιήσει | να έχει ελασματοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ελασματοποιήσει | είχαμε ελασματοποιήσει | θα έχουμε ελασματοποιήσει | να έχουμε ελασματοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ελασματοποιήσει | είχατε ελασματοποιήσει | θα έχετε ελασματοποιήσει | να έχετε ελασματοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ελασματοποιήσει | είχαν ελασματοποιήσει | θα έχουν ελασματοποιήσει | να έχουν ελασματοποιήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.