μετεξέλιξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μετεξέλιξη | οι | μετεξελίξεις |
| γενική | της | μετεξέλιξης* | των | μετεξελίξεων |
| αιτιατική | τη | μετεξέλιξη | τις | μετεξελίξεις |
| κλητική | μετεξέλιξη | μετεξελίξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μετεξελίξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετεξέλιξη < μετεξελίσσομαι + -ξη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική redevelopment)
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.teˈkse.li.ksi/
Ουσιαστικό
μετεξέλιξη θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μετεξελίσσομαι
- η στροφή στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας είναι σημαντικό βήμα μετεξέλιξης των νοσοκομείων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.