εκτυπώσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκτυπώσιμος | η | εκτυπώσιμη | το | εκτυπώσιμο |
| γενική | του | εκτυπώσιμου | της | εκτυπώσιμης | του | εκτυπώσιμου |
| αιτιατική | τον | εκτυπώσιμο | την | εκτυπώσιμη | το | εκτυπώσιμο |
| κλητική | εκτυπώσιμε | εκτυπώσιμη | εκτυπώσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκτυπώσιμοι | οι | εκτυπώσιμες | τα | εκτυπώσιμα |
| γενική | των | εκτυπώσιμων | των | εκτυπώσιμων | των | εκτυπώσιμων |
| αιτιατική | τους | εκτυπώσιμους | τις | εκτυπώσιμες | τα | εκτυπώσιμα |
| κλητική | εκτυπώσιμοι | εκτυπώσιμες | εκτυπώσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκτυπώσιμος < εκτυπώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.