εκτυπώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκτυπώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος εκτυπώνω

Ρήμα

εκτυπώνομαι (στο τρίτο πρόσωπο)

  • τυπώνομαι σε χαρτί ή άλλο μέσο (για κείμενο, εικόνα, φωτογραφία, φίλμ, μαγνητική τομογραφία, ταινία κ.λπ.), ρήμα που χρησιμοποιείται συχνότερα για εκτύπωση από υπολογιστή και όχι από παλαιότερα ή διαφορετικά εκτυπωτικά, τυπογραφικά μέσα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.