εκτυπώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκτυπώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος εκτυπώνω
Ρήμα
εκτυπώνομαι (στο τρίτο πρόσωπο)
- τυπώνομαι σε χαρτί ή άλλο μέσο (για κείμενο, εικόνα, φωτογραφία, φίλμ, μαγνητική τομογραφία, ταινία κ.λπ.), ρήμα που χρησιμοποιείται συχνότερα για εκτύπωση από υπολογιστή και όχι από παλαιότερα ή διαφορετικά εκτυπωτικά, τυπογραφικά μέσα
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκτυπώνομαι | εκτυπωνόμουν(α) | θα εκτυπώνομαι | να εκτυπώνομαι | ||
| β' ενικ. | εκτυπώνεσαι | εκτυπωνόσουν(α) | θα εκτυπώνεσαι | να εκτυπώνεσαι | (εκτυπώνου) | |
| γ' ενικ. | εκτυπώνεται | εκτυπωνόταν(ε) | θα εκτυπώνεται | να εκτυπώνεται | ||
| α' πληθ. | εκτυπωνόμαστε | εκτυπωνόμαστε εκτυπωνόμασταν |
θα εκτυπωνόμαστε | να εκτυπωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | εκτυπώνεστε | εκτυπωνόσαστε εκτυπωνόσασταν |
θα εκτυπώνεστε | να εκτυπώνεστε | (εκτυπώνεστε) | |
| γ' πληθ. | εκτυπώνονται | εκτυπώνονταν εκτυπωνόντουσαν |
θα εκτυπώνονται | να εκτυπώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκτυπώθηκα | θα εκτυπωθώ | να εκτυπωθώ | εκτυπωθεί | ||
| β' ενικ. | εκτυπώθηκες | θα εκτυπωθείς | να εκτυπωθείς | εκτυπώσου | ||
| γ' ενικ. | εκτυπώθηκε | θα εκτυπωθεί | να εκτυπωθεί | |||
| α' πληθ. | εκτυπωθήκαμε | θα εκτυπωθούμε | να εκτυπωθούμε | |||
| β' πληθ. | εκτυπωθήκατε | θα εκτυπωθείτε | να εκτυπωθείτε | εκτυπωθείτε | ||
| γ' πληθ. | εκτυπώθηκαν εκτυπωθήκαν(ε) |
θα εκτυπωθούν(ε) | να εκτυπωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εκτυπωθεί | είχα εκτυπωθεί | θα έχω εκτυπωθεί | να έχω εκτυπωθεί | εκτυπωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εκτυπωθεί | είχες εκτυπωθεί | θα έχεις εκτυπωθεί | να έχεις εκτυπωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εκτυπωθεί | είχε εκτυπωθεί | θα έχει εκτυπωθεί | να έχει εκτυπωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκτυπωθεί | είχαμε εκτυπωθεί | θα έχουμε εκτυπωθεί | να έχουμε εκτυπωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εκτυπωθεί | είχατε εκτυπωθεί | θα έχετε εκτυπωθεί | να έχετε εκτυπωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκτυπωθεί | είχαν εκτυπωθεί | θα έχουν εκτυπωθεί | να έχουν εκτυπωθεί | ||
Μεταφράσεις
εκτυπώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.