εκτροχιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκτροχιάζω < εκ + τροχός + -ιάζω ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) dérailler)

Ρήμα

εκτροχιάζω (παθητική φωνή: εκτροχιάζομαι)

  1. βγάζω κάτι από την τροχιά πάνω στην οποία κινείται
  2. (παθητική φωνή) (μεταφορικά) παρεκτρέπομαι, ξεφεύγω από τη συμπεριφορά που πρέπει ή οφείλω να έχω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.