εκτροχιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
εκτροχιάζω (παθητική φωνή: εκτροχιάζομαι)
- βγάζω κάτι από την τροχιά πάνω στην οποία κινείται
- (παθητική φωνή) (μεταφορικά) παρεκτρέπομαι, ξεφεύγω από τη συμπεριφορά που πρέπει ή οφείλω να έχω
Συγγενικά
- εκτροχιασμός
- → δείτε τις λέξεις εκ και τροχιά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκτροχιάζω | εκτροχίαζα | θα εκτροχιάζω | να εκτροχιάζω | εκτροχιάζοντας | |
| β' ενικ. | εκτροχιάζεις | εκτροχίαζες | θα εκτροχιάζεις | να εκτροχιάζεις | εκτροχίαζε | |
| γ' ενικ. | εκτροχιάζει | εκτροχίαζε | θα εκτροχιάζει | να εκτροχιάζει | ||
| α' πληθ. | εκτροχιάζουμε | εκτροχιάζαμε | θα εκτροχιάζουμε | να εκτροχιάζουμε | ||
| β' πληθ. | εκτροχιάζετε | εκτροχιάζατε | θα εκτροχιάζετε | να εκτροχιάζετε | εκτροχιάζετε | |
| γ' πληθ. | εκτροχιάζουν(ε) | εκτροχίαζαν εκτροχιάζαν(ε) |
θα εκτροχιάζουν(ε) | να εκτροχιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκτροχίασα | θα εκτροχιάσω | να εκτροχιάσω | εκτροχιάσει | ||
| β' ενικ. | εκτροχίασες | θα εκτροχιάσεις | να εκτροχιάσεις | εκτροχίασε | ||
| γ' ενικ. | εκτροχίασε | θα εκτροχιάσει | να εκτροχιάσει | |||
| α' πληθ. | εκτροχιάσαμε | θα εκτροχιάσουμε | να εκτροχιάσουμε | |||
| β' πληθ. | εκτροχιάσατε | θα εκτροχιάσετε | να εκτροχιάσετε | εκτροχιάστε | ||
| γ' πληθ. | εκτροχίασαν εκτροχιάσαν(ε) |
θα εκτροχιάσουν(ε) | να εκτροχιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκτροχιάσει | είχα εκτροχιάσει | θα έχω εκτροχιάσει | να έχω εκτροχιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκτροχιάσει | είχες εκτροχιάσει | θα έχεις εκτροχιάσει | να έχεις εκτροχιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκτροχιάσει | είχε εκτροχιάσει | θα έχει εκτροχιάσει | να έχει εκτροχιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκτροχιάσει | είχαμε εκτροχιάσει | θα έχουμε εκτροχιάσει | να έχουμε εκτροχιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκτροχιάσει | είχατε εκτροχιάσει | θα έχετε εκτροχιάσει | να έχετε εκτροχιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκτροχιάσει | είχαν εκτροχιάσει | θα έχουν εκτροχιάσει | να έχουν εκτροχιάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.