dérailler
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /de.ʁa.je/
Ρήμα
dérailler (fr)
- (μεταβατικό) εκτροχιάζω
- (αμετάβατο) εκτροχιάζομαι
- (μεταβατικό, μεταφορικά) ενεργώ ώστε κάτι να ξεφύγει από την πορεία του
- (αμετάβατο, μεταφορικά) εκτροχιάζομαι, παρεκκλίνω, ξεφεύγω από την πορεία μου
- (μεταφορικά) (αμετάβατο) παραφρονώ
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.