εκτροχιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκτροχιάζομαι: παθητική φωνή του ρήματος εκτροχιάζω < εκ + τροχός + -ιάζω
Ρήμα
εκτροχιάζομαι
- βγαίνω από την τροχιά πάνω στην οποία κινούμαι
- (μεταφορικά) παρεκτρέπομαι, ξεφεύγω από τη συμπεριφορά που πρέπει ή οφείλω να έχω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.