εκτροφείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εκτροφείο τα εκτροφεία
      γενική του εκτροφείου των εκτροφείων
    αιτιατική το εκτροφείο τα εκτροφεία
     κλητική εκτροφείο εκτροφεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκτροφείο < εκτροφή + -είο

Ουσιαστικό

εκτροφείο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.