εκτατός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκτατός | η | εκτατή | το | εκτατό |
| γενική | του | εκτατού | της | εκτατής | του | εκτατού |
| αιτιατική | τον | εκτατό | την | εκτατή | το | εκτατό |
| κλητική | εκτατέ | εκτατή | εκτατό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκτατοί | οι | εκτατές | τα | εκτατά |
| γενική | των | εκτατών | των | εκτατών | των | εκτατών |
| αιτιατική | τους | εκτατούς | τις | εκτατές | τα | εκτατά |
| κλητική | εκτατοί | εκτατές | εκτατά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκτατός < αρχαία ελληνική ἐκτατός
Επίθετο
εκτατός, -ή, -ό
- που μπορεί να εκταθεί προς μία ή περισσότερες διαστάσεις του χώρου
- τα αέρια είναι σώματα εκτατά
- για τη μηχανή αυτή χρησιμοποιούμε έναν μη εκτατό ιμάντα (δηλαδή όχι από λάστιχο ή άλλο παρόμοιο υλικό)
Μεταφράσεις
εκτατός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.