εκτατός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκτατός η εκτατή το εκτατό
      γενική του εκτατού της εκτατής του εκτατού
    αιτιατική τον εκτατό την εκτατή το εκτατό
     κλητική εκτατέ εκτατή εκτατό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκτατοί οι εκτατές τα εκτατά
      γενική των εκτατών των εκτατών των εκτατών
    αιτιατική τους εκτατούς τις εκτατές τα εκτατά
     κλητική εκτατοί εκτατές εκτατά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εκτατός < αρχαία ελληνική ἐκτατός

Επίθετο

εκτατός, -ή, -ό

  1. που μπορεί να εκταθεί προς μία ή περισσότερες διαστάσεις του χώρου
    τα αέρια είναι σώματα εκτατά
    για τη μηχανή αυτή χρησιμοποιούμε έναν μη εκτατό ιμάντα (δηλαδή όχι από λάστιχο ή άλλο παρόμοιο υλικό)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.