εκτάριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εκτάριο τα εκτάρια
      γενική του εκτάριου
& εκταρίου
των εκτάριων
& εκταρίων
    αιτιατική το εκτάριο τα εκτάρια
     κλητική εκτάριο εκτάρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκτάριο < (λόγιο δάνειο) γαλλική hectare[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈkta.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκτάριο

Ουσιαστικό

εκτάριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.