εκτάριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εκτάριο | τα | εκτάρια |
| γενική | του | εκτάριου & εκταρίου |
των | εκτάριων & εκταρίων |
| αιτιατική | το | εκτάριο | τα | εκτάρια |
| κλητική | εκτάριο | εκτάρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκτάριο < (λόγιο δάνειο) γαλλική hectare[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈkta.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κτά‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
εκτάριο ουδέτερο
- (μονάδα μέτρησης) των επιφανειών, ίση με 10 στρέμματα (10 000 τετραγωνικά μέτρα)
- το βρετανικό acre (διαφορετική μονάδα)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- εκτάριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.