εκσπερματώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εκσπερματώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκσπερματώνω
  2. θα εκσπερματώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκσπερματώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εκσπερματώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκσπερμάτωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.