εκπροσώπηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκπροσώπηση οι εκπροσωπήσεις
      γενική της εκπροσώπησης* των εκπροσωπήσεων
    αιτιατική την εκπροσώπηση τις εκπροσωπήσεις
     κλητική εκπροσώπηση εκπροσωπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκπροσωπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκπροσώπηση < εκπροσωπώ + -ση

Ουσιαστικό

εκπροσώπηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.