εκνεφωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκνεφωτής οι εκνεφωτές
      γενική του εκνεφωτή των εκνεφωτών
    αιτιατική τον εκνεφωτή τους εκνεφωτές
     κλητική εκνεφωτή εκνεφωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

εκνεφωτής αρσενικό

  1. (γενικότερα) ψεκαστήρας εκνεφώματος
     δείτε και τη λέξη νεφελοποιητής
  2. (ειδικότερα, σπάνιο) (μηχανολογία) το καρμπιρατέρ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.