εκνεφωτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκνεφωτής | οι | εκνεφωτές |
| γενική | του | εκνεφωτή | των | εκνεφωτών |
| αιτιατική | τον | εκνεφωτή | τους | εκνεφωτές |
| κλητική | εκνεφωτή | εκνεφωτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εκνεφωτής αρσενικό
- (γενικότερα) ψεκαστήρας εκνεφώματος
- → δείτε και τη λέξη νεφελοποιητής
- (ειδικότερα, σπάνιο) (μηχανολογία) το καρμπιρατέρ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.