νεφελοποιητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεφελοποιητής οι νεφελοποιητές
      γενική του νεφελοποιητή των νεφελοποιητών
    αιτιατική τον νεφελοποιητή τους νεφελοποιητές
     κλητική νεφελοποιητή νεφελοποιητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
νεφελοποιητής συνδεδεμένος με συμπιεστή

Ετυμολογία

νεφελοποιητής < αγγλική nebulizer. Μορφολογικά αναλύεται σε νεφέλ(η) + -ο- + -ποιητής

Ουσιαστικό

νεφελοποιητής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.