εκναύλωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκναύλωση | οι | εκναυλώσεις |
| γενική | της | εκναύλωσης* | των | εκναυλώσεων |
| αιτιατική | την | εκναύλωση | τις | εκναυλώσεις |
| κλητική | εκναύλωση | εκναυλώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκναυλώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εκναύλωση θηλυκό
- (νομικός όρος) η προσωρινή και έναντι συμφωνημένου τιμήματος (ναύλου) εκχώρηση της χρήσης ενός πλεούμενου σε κάποιον άλλον
Μεταφράσεις
εκναύλωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.