εκναυλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
εκναυλώνω (παθητική φωνή: εκναυλώνομαι)
- ως ιδιοκτήτης πλοίου ή αεροπλάνου το παραχωρώ (εκμισθώνω) σε τρίτο για μεταφορά εμπορευμάτων ή επιβατών για λογαριασμό του και εισπράττω από αυτόν ναύλο
Συγγενικά
- εκναύλωση
- εκναυλωτής
- εκναυλώτρια
- → δείτε τη λέξη ναύλο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκναυλώνω | εκναύλωνα | θα εκναυλώνω | να εκναυλώνω | εκναυλώνοντας | |
| β' ενικ. | εκναυλώνεις | εκναύλωνες | θα εκναυλώνεις | να εκναυλώνεις | εκναύλωνε | |
| γ' ενικ. | εκναυλώνει | εκναύλωνε | θα εκναυλώνει | να εκναυλώνει | ||
| α' πληθ. | εκναυλώνουμε | εκναυλώναμε | θα εκναυλώνουμε | να εκναυλώνουμε | ||
| β' πληθ. | εκναυλώνετε | εκναυλώνατε | θα εκναυλώνετε | να εκναυλώνετε | εκναυλώνετε | |
| γ' πληθ. | εκναυλώνουν(ε) | εκναύλωναν εκναυλώναν(ε) |
θα εκναυλώνουν(ε) | να εκναυλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκναύλωσα | θα εκναυλώσω | να εκναυλώσω | εκναυλώσει | ||
| β' ενικ. | εκναύλωσες | θα εκναυλώσεις | να εκναυλώσεις | εκναύλωσε | ||
| γ' ενικ. | εκναύλωσε | θα εκναυλώσει | να εκναυλώσει | |||
| α' πληθ. | εκναυλώσαμε | θα εκναυλώσουμε | να εκναυλώσουμε | |||
| β' πληθ. | εκναυλώσατε | θα εκναυλώσετε | να εκναυλώσετε | εκναυλώστε | ||
| γ' πληθ. | εκναύλωσαν εκναυλώσαν(ε) |
θα εκναυλώσουν(ε) | να εκναυλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκναυλώσει | είχα εκναυλώσει | θα έχω εκναυλώσει | να έχω εκναυλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκναυλώσει | είχες εκναυλώσει | θα έχεις εκναυλώσει | να έχεις εκναυλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκναυλώσει | είχε εκναυλώσει | θα έχει εκναυλώσει | να έχει εκναυλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκναυλώσει | είχαμε εκναυλώσει | θα έχουμε εκναυλώσει | να έχουμε εκναυλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκναυλώσει | είχατε εκναυλώσει | θα έχετε εκναυλώσει | να έχετε εκναυλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκναυλώσει | είχαν εκναυλώσει | θα έχουν εκναυλώσει | να έχουν εκναυλώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.