εκναυλώτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκναυλώτρια | οι | εκναυλώτριες |
| γενική | της | εκναυλώτριας | των | εκναυλωτριών |
| αιτιατική | την | εκναυλώτρια | τις | εκναυλώτριες |
| κλητική | εκναυλώτρια | εκναυλώτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκναυλώτρια < εκναυλωτής + -τρια
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
εκναυλώτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.