εκμισθώτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκμισθώτρια | οι | εκμισθώτριες |
| γενική | της | εκμισθώτριας | των | εκμισθωτριών |
| αιτιατική | την | εκμισθώτρια | τις | εκμισθώτριες |
| κλητική | εκμισθώτρια | εκμισθώτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκμισθώτρια < εκμισθωτής + -τρια
Μεταφράσεις
εκμισθώτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.