εκμαυλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκμαυλιστικός | η | εκμαυλιστική | το | εκμαυλιστικό |
| γενική | του | εκμαυλιστικού | της | εκμαυλιστικής | του | εκμαυλιστικού |
| αιτιατική | τον | εκμαυλιστικό | την | εκμαυλιστική | το | εκμαυλιστικό |
| κλητική | εκμαυλιστικέ | εκμαυλιστική | εκμαυλιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκμαυλιστικοί | οι | εκμαυλιστικές | τα | εκμαυλιστικά |
| γενική | των | εκμαυλιστικών | των | εκμαυλιστικών | των | εκμαυλιστικών |
| αιτιατική | τους | εκμαυλιστικούς | τις | εκμαυλιστικές | τα | εκμαυλιστικά |
| κλητική | εκμαυλιστικοί | εκμαυλιστικές | εκμαυλιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- εκμαυλιστικά
- → δείτε τις λέξεις εκμαυλίζω και μαυλίζω
Μεταφράσεις
εκμαυλιστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.