εκμαυλισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκμαυλισμός οι εκμαυλισμοί
      γενική του εκμαυλισμού των εκμαυλισμών
    αιτιατική τον εκμαυλισμό τους εκμαυλισμούς
     κλητική εκμαυλισμέ εκμαυλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκμαυλισμός < εκμαυλίζω + -μός

Ουσιαστικό

εκμαυλισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.