εκμαυλιστικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκμαυλιστικά < εκμαυλιστικός + -ά
Μεταφράσεις
εκμαυλιστικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εκμαυλιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εκμαυλιστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.