εκλογικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
εκλογικά
<
εκλογικός
Επίρρημα
εκλογικά
από
εκλογική
άποψη, όσον αφορά στις
εκλογές
Μεταφράσεις
εκλογικά
αγγλικά
:
electorally
(en)
γαλλικά
:
électoralement
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εκλογικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
εκλογικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.