εκλεχτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκλεχτός η εκλεχτή το εκλεχτό
      γενική του εκλεχτού της εκλεχτής του εκλεχτού
    αιτιατική τον εκλεχτό την εκλεχτή το εκλεχτό
     κλητική εκλεχτέ εκλεχτή εκλεχτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκλεχτοί οι εκλεχτές τα εκλεχτά
      γενική των εκλεχτών των εκλεχτών των εκλεχτών
    αιτιατική τους εκλεχτούς τις εκλεχτές τα εκλεχτά
     κλητική εκλεχτοί εκλεχτές εκλεχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εκλεχτός < εκλεκτός < αρχαία ελληνική ἐκλεκτός < ἐκλέγω < ἐκ + λέγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leǵ-

Προφορά

ΔΦΑ : /e.kleˈxtos/

Επίθετο

εκλεχτός, -ή, -ό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.